κάστρο

κάστρο
Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν χρησιμοποιήθηκαν πάντα με την απόλυτη έννοιά τους· ο ίδιος ο Ιούλιος Καίσαρ τους μεταχειρίστηκε αδιάκριτα, παραβλέποντας την έκταση και την ποιότητα των οχυρώσεων στις οποίες αναφέρονταν. Η λέξη κ. συναντάται με διάφορες μορφές σχεδόν σε όλες τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες και έχει γίνει αποδεκτή και στα ελληνικά, όπως άλλωστε και η λέξη καστέλι, ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια. Γενικά κ. ονομάζεται κάθε μορφής φρουριακή κατασκευή των μεσαιωνικών και νεότερων χρόνων, εκτός από τα τείχη των μεγάλων περιτειχισμένων πόλεων. Ωστόσο και σε αυτήν ακόμα την περίπτωση υπάρχει ένα παράδειγμα όπου η λέξη αποτέλεσε ονομασία για μια ολόκληρη πόλη: πρόκειται για το κ. της Κρήτης, δηλαδή το Ηράκλειο. Στις δυτικοευρωπαϊκές, πάντως, γλώσσες η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για τις οχυρές κατοικίες των φεουδαρχών του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, κάτι που δεν ισχύει εξίσου για την Ανατολή. Το ρωμαϊκό castellum είχε αρχικά προσωρινό χαρακτήρα και ήταν κυρίως τακτικό μέσο επίθεσης παρά άμυνας· τα μόνιμα κ., αντίθετα, υψώνονταν κατά μήκος των οχυρωμένων συνόρων της αυτοκρατορίας, για την προστασία νευραλγικών σημείων και την επιτήρηση των δρόμων που οδηγούσαν στα εχθρικά εδάφη, για παράδειγμα, τα castella του Ντιβίτια (σημερινό Ντόιτς) κοντά στην Κολονία, του Rigomagus κοντά στο Κόμπλεντς και αυτό που βρίσκεται κοντά στο Μάιντς. Τα μόνιμα κ. αποτελούνταν από ορθογώνιους χτιστούς περιβόλους, ενισχυμένους με πύργους, ο αριθμός και η διάταξη των οποίων ποίκιλλαν ανάλογα με τις περιπτώσεις και τις συνθήκες. Το τείχος, εξάλλου, προστατευόταν εξωτερικά από ευρεία αμυντική τάφρο. Η τυπική μορφή του κ. ως οχυρής φεουδαρχικής κατοικίας δημιουργήθηκε κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη. Από τον 7o έως τον 12o αι. πρόβαλλαν –κυρίως στην ύπαιθρο– απομονωμένα, σε υψώματα που δέσποζαν των γύρω περιοχών ή σε τόπους όπου υπήρχαν υπολείμματα προρωμαϊκών ακροπόλεων ή ακόμα και ρωμαϊκά κ., όπως στο Σολάρο (Αλεξάνδρεια), στο Άλμπανο Ρομάνο, το Καστέλ ντ’ Άπιο, ή στην Πορτογαλία, το Αλμοράλ στις όχθες του ποταμού Τάγου. Μερικές φορές μετατράπηκαν σε κ. περίφημα μνημεία της ρωμαϊκής αρχαιότητας: το Μαυσωλείο του Αδριανού έγινε Καστέλ Σαντ’ Άντζελο και της Καικιλίας Μετέλης, Καστέλ Καετάνι. Το κ., στη συγκεκριμένη μορφή και όπως εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων, αποτελείται από τρία βασικά στοιχεία: το τείχος, τον κυρίως πύργο και την κατοικία του άρχοντα. Τα δύο πρώτα στοιχεία βρίσκονταν σε ευχερή επικοινωνία με το τρίτο, για να μπορούν να το προστατεύουν. Στο Βυζάντιο το κ. είχε μόνο στρατιωτικό χαρακτήρα και ο σκοπός της ύπαρξής του ήταν η προστασία της αυτοκρατορίας από τις επιδρομές των διαφόρων βαρβαρικών φύλων. Οι βυζαντινές πόλεις ήταν κατά κανόνα περιτειχισμένες ολόκληρες –με κορυφαίο παράδειγμα τα τείχη της Κωνσταντινούπολης– ή προστατεύονταν από ένα κ., μέσα στο οποίο υπήρχαν τα οικήματα της φρουράς, οι δεξαμενές του νερού, αποθήκες και κατοικίες του στρατηγού και των αξιωματικών. Σημαντικά κατάλοιπα βυζαντινών τειχών στην κυρίως Ελλάδα απαντούν στη Θεσσαλονίκη και αξιόλογα βυζαντινά κ. στη Μονεμβασιά, στο Γεράκι, στον Ακροκόρινθο, στον Μιστρά, το Αγγελόκαστρο κοντά στο Αγρίνιο, το Αγγελόκαστρο στην Κέρκυρα, στο Διδυμότειχο κ.α. Πάντως, στα περισσότερα από αυτά περιλαμβάνονταν και μικροί οικισμοί. Εξάλλου, όπως στη Δύση έτσι και στην Ελλάδα βυζαντινά κ. χτίστηκαν πάνω σε αρχαία φρούρια –όπως στην Άρτα–, κάτι που εξηγείται εύκολα από το γεγονός ότι οι φυσικές οχυρές θέσεις είχαν ήδη επισημανθεί και κατοικηθεί από την αρχαιότητα, ενώ τα πολεμικά μέσα της εποχής παρέμεναν βασικά τα ίδια. Η μορφή του κ.-οχυρής κατοικίας μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και στην Ανατολή γενικότερα από τους Σταυροφόρους. Στην Ελλάδα, μετά την Άλωση της Πόλης, το 1204, και την ίδρυση των φραγκικών ηγεμονιών, ιδρύθηκαν και πολλά νέα κ. που λειτουργούσαν ως κατοικίες των Φράγκων βαρόνων, εξασφαλίζοντας παράλληλα και την κυριαρχία τους. Έτσι χτίστηκε το γνωστό και επιβλητικό Χλεμούτσι στην Κυλλήνη, που ήταν κατοικία και προσωπικό κ. των Βιλεαρδουίνων, τα κ. της Καρίταινας, του Πασσαβά, της Θήβας (που φημιζόταν για το κάλλος του) και πολλά άλλα. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν κ. που προϋπήρχαν, όπως στην Πάτρα και στην Καλαμάτα. Κ. χτίστηκαν και στα νησιά ή επισκευάστηκαν και επεκτάθηκαν τα ήδη υπάρχοντα, τόσο του Ιονίου όσο και του Αιγαίου, που αποτελούσαν, είτε χωριστά είτε κατά μικρές ομάδες, ανεξάρτητες ηγεμονίες. Τέλος, κ. χτίστηκαν και από διάφορα ιπποτικά τάγματα –Ναΐτες, Τεύτονες κλπ.– στη Ρόδο, στην Κύπρο και στην Παλαιστίνη, για να στηρίξουν εκεί τους Φράγκους και να εξασφαλίσουν τα λιμάνια και τις επικοινωνίες με το εσωτερικό. Το πιο αξιόλογο από αυτά, και ως κατασκευή αλλά και για τον ιστορικό ρόλο που διαδραμάτισε, είναι το λεγόμενο Κρακ των Ιπποτών στη Συρία, που διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Το εξωτερικό τείχος του κ., απλό αρχικά, ενισχύθηκε πολύ γρήγορα με πύργους στις γωνίες και σε κανονικές ενδιάμεσες αποστάσεις, που ονομάστηκαν μεταπύργια διαστήματα. Το ύψος των πύργων ήταν, αρχικά, πολύ μεγαλύτερο από το ύψος του τείχους, όπως των νορμανδικών κ. της Σικελίας, στα οποία σώζονται πύργοι ύψους 30 μ. Το σχήμα τους, εξάλλου, ήταν ημικυκλικό, τετράγωνο ή ορθογώνιο, που μεταβλήθηκε –με την πάροδο του χρόνου– σε πεντάγωνο, εξάγωνο ή και οκτάγωνο, όπως στο περίφημο Καστέλ ντελ Μόντε στην Απουλία. Στο ανώτερο τμήμα του τείχους διαμορφωνόταν ο διάδρομος κυκλοφορίας των πολεμιστών, ο οποίος προστατευόταν από ισχυρό στηθαίο, στο οποίο δημιουργούνταν κατά πυκνές κανονικές αποστάσεις οι τοξοθυρίδες, που του προσέδιδαν μαιανδρική όψη. Στους πύργους, οι οποίοι συχνά έφεραν ξύλινες στέγες, τοποθετούνταν οι καταπέλτες και οι διάφορες άλλες βαλλιστικές μηχανές. Έξω από το τείχος κατασκευαζόταν συχνά ένα προτείχισμα το οποίο περιβαλλόταν από μια τάφρο, για την πρώτη άμυνα. Το εσωτερικό προστατευόταν από ένα δεύτερο τείχος, με την ίδια διάρθρωση του εξωτερικού, δημιουργώντας το λεγόμενο καταφύγιο, ώστε να υπάρχει μια ακόμα δυνατότητα άμυνας (η έσχατη) σε περίπτωση κατάληψης του εξωτερικού τείχους. Οι πύργοι διευρύνονταν πολλές φορές στο επάνω μέρος με τη βοήθεια μικρών προβόλων, πάνω στους οποίους τοποθετούσαν τοξύλλια, για να στηρίζουν το υπερκείμενο στηθαίο δημιουργώντας έτσι προεξοχές του τείχους –οι Βυζαντινοί τις ονόμαζαν τοξοβολικούς εξώστες– που διευκόλυναν την άμυνα· ενίοτε οι προεξοχές αυτές κατασκευάζονταν και σε όλο το μήκος του τείχους. Ακόμα, μεταξύ των λίθινων προβόλων αφήνονταν κενά, μέσα από τα οποία εξαπέλυαν βλήματα εναντίον των επιτιθέμενων καθώς και διάφορα υγρά, όπως νερό ή λάδι ζεματιστό, λιωμένο μολύβι, ρετσίνι αναμμένο κλπ., δημιουργώντας έτσι τις λεγόμενες ζεματίστρες που αργότερα περιορίστηκαν μόνο σε ορισμένα κρίσιμα σημεία, όπως πάνω από την πύλη του κ. Μεγάλη σημασία για την ασφάλεια του κ. είχε η είσοδος: την τοποθετούσαν μεταξύ δύο ισχυρών πύργων και το άνοιγμά της ασφαλιζόταν με ισχυρότατα, επενδεδυμένα με μέταλλο θυρόφυλλα. Μπροστά της κατασκεύαζαν συχνά μια ανασυρόμενη γέφυρα, ώστε να μπορούσε να διακοπεί κάθε επικοινωνία με την πέρα από την τάφρο περιοχή· άλλοτε πάλι, πίσω από την κυρία είσοδο υπήρχαν και άλλες, που έκλειναν με κατακόρυφα κινούμενες θύρες· τέτοιες κατασκευές σώζονται στο Χλεμούτσι και στη Μεθώνη. Ο κύριος πύργος, ο ισχυρότερος και ψηλότερος από όλους, βρισκόταν στο εσωτερικό του κ. ή σε κάποιο επίκαιρο σημείο του τείχους και λειτουργούσε ως παρατηρητήριο. Όσο για την κατοικία του φεουδάρχη, που βρισκόταν σε άμεση επαφή με τον κύριο πύργο, μολονότι αρχικά αποτελούσε μορφικά ξεχωριστή οντότητα, σταδιακά ενοποιήθηκε με την εξωτερική φόρμα του κ. για να αποτελέσει –από τα τελευταία μεσαιωνικά χρόνια, καθώς και σε ολόκληρη την Αναγέννηση και το μπαρόκ– ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο· το γεγονός αυτό, ωστόσο, συνετέλεσε στο να εξαλειφθεί ο στρατιωτικός του χαρακτήρας, από τον οποίο απέμειναν μόνο τα μορφικά χαρακτηριστικά, και να γεννηθεί ένα νέο είδος κ. πολεμικού, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας, που επέβαλλε και νέες δομές στη φρουριακή αρχιτεκτονική. Τα οχυρά των Σαρακηνών κληρονόμων της πολεμικής τέχνης των Ρωμαίων και των Βυζαντινών είναι εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα των κ. που οικοδομήθηκαν στη δυτική Ευρώπη. Το Σατό-Γκαγιάρ είναι ένα από τα πρώτα δείγματα αυτού του τύπου φρουρίου και χτίστηκε από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο για την άμυνα της Νορμανδίας. Οι κατασκευές του τύπου των ρωμαϊκών castra, οι οποίες ήταν αμιγώς στρατιωτικές και χωρίς καμία απαίτηση αισθητικής, απαρτίζονταν από ένα τείχος, ενισχυμένο με πύργους ή –άλλοτε– από έναν μοναδικό πύργο που περιβαλλόταν από το τείχος· τέτοια κ. συναντώνται έως τον 12o αι. Στη Γαλλία υπάρχει ένα ενδιαφέρον δείγμα αντίστοιχου κ., που προέρχεται από τα κατάλοιπα των πύργων των Ετάμπ και του Προβέν κοντά στο Παρίσι. Από τον 13o αι. στην Ευρώπη, όταν άρχισαν πλέον να διαμορφώνονται τα πρώτα έθνη, να συγκροτούνται τα πρώτα ενιαία κράτη και οι πρώτες μεγάλες μοναρχίες, οι πόλεμοι προσέκτησαν τον χαρακτήρα συγκρούσεων μεταξύ κρατών και τα κ. έχασαν σταδιακά τη στρατιωτική τους σημασία. Μετατράπηκαν σε πολυτελείς διαμονές αρχόντων, ενώ για στρατιωτικούς σκοπούς δημιουργήθηκε ένας τύπος φρουρίου που λειτουργούσε ως πολεμική μηχανή και μερικά κ. έγιναν μνημεία της ρομανικής και γοτθικής αρχιτεκτονικής και βαθμιαία της Αναγέννησης, του μανιερισμού και του μπαρόκ. Στη νότια Ιταλία, στο βασίλειο της Νάπολης, όπου ήδη υπήρχαν ρομανικά κ., όπως εκείνα του Τράνι και του Μπάρι, ο Φρειδερίκος Β’, ο μεγάλος προστάτης της ποίησης των τροβαδούρων, έχτισε στους λόφους του Αδρία –με θέα τη θάλασσα και κατά μήκος της γραμμής των μεγάλων μεταναστεύσεων των πουλιών– το κυνηγετικό του κ., το Καστέλ ντελ Μόντε, το οποίο διακρίνεται για την πρωτοτυπία του οκταγωνικού του σχεδίου. Οι αρχιτέκτονες, κυρίως στις εσωτερικές διακοσμήσεις, συνδύαζαν το ύφος των κατασκευών των κιστερκιανών μοναχών με στοιχεία από την ανατολική τέχνη, διατηρώντας το τοπικό στοιχείο της εκάστοτε περιοχής. Σύγχρονα του Καστέλ ντελ Μόντε είναι τα κ. Μανιάτσε (από το όνομα του Βυζαντινού στρατηγού Γ. Μανιάκη, διοικητή κατά την περίοδο 1038-42 των βυζαντινών κτήσεων στην Ιταλία) των Συρακουσών και Ουρσίνο της Κατάνης. Μεταγενέστερα κατά έναν αιώνα, μερικά κ. –όπως του Μουσομέλι, χτισμένο από τον Μανφρέντο Κιαραμόντε– στη Σικελία αποτελούν πρωτότυπα δείγματα αριστοτεχνικού συμπλέγματος γοτθικού ρυθμού και ανατολικής τέχνης. Στη βόρεια Ιταλία, από το Πιεμόντε μέχρι το Βένετο, τα κ. είναι πολυάριθμα. Ανάλογα με τη γεωγραφική θέση τους αντανακλούν γαλλικές (Πιεμόντε) ή γερμανικές (Λομβαρδία και Βένετο) επιδράσεις· στο Πιεμόντε, το κ. με την πιο σημαντική γοτθική επίδραση είναι εκείνο του Φένις (14ος αι.). Στη Λομβαρδία, λόγω της κοινοτικής διάρθρωσης και του σχηματισμού των κρατιδίων, τα κ. εμφανίστηκαν κυρίως στις πόλεις, όπως το Καστέλο Σφορτσέσκο στο Μιλάνο και της Παβίας (14ος αι.), το πιο εντυπωσιακό από εκείνα που κατασκευάστηκαν από τους Βισκόντι και από τα σημαντικότερα μνημεία της αστικής γοτθικής αρχιτεκτονικής της βόρειας Ιταλίας. Στη Γαλλία, τα ιστορικά γεγονότα προσδιόριζαν την ιδιότητα του κ. Μετά τα πρώτα, που ακολούθησαν τον τύπο του Σατό-Γκαγιάρ, τα υπόλοιπα λειτούργησαν ως εξοχικές κατοικίες των μοναρχών και των μεγάλων οικογενειών που συναγωνίζονταν για την κυριαρχία των γύρω περιοχών. Από τα παλαιότερα, αξιόλογα είναι τα γαλλικά της Ορλεάνης και του δούκα του Μπερί στο Πιερφόν, στη Φερτέ Μιλόν, στο Μεάν-σιρ-Ιέβρ, στο Σομίρ, στην Μπισέτρ, στην κοιλάδα του Λίγηρα το κ. του Αμπουάζ, που ανάγεται στον 6o αι., το οποίο ο Κάρολος Η’ μετέτρεψε σε βασιλική διαμονή κ.ά. Επίσης παλιά κ. είναι αυτά του Σομόν, του Μπλουά, του Ουσέ, του Λανζέ. Το Φοντενεμπλό και τα ανάκτορα του Κεραμεικού και των Βερσαλιών ανάγονται στην εποχή του Φραγκίσκου Α’, όταν το μπαρόκ πρότεινε μια πρωτότυπη λύση λεπτότητας και στομφώδους διακοσμητικού μεγαλείου. Βέβαια, η αρχική έννοια της λέξης σατό (château) έχει αλλοιωθεί και σήμερα σημαίνει ανάκτορο και όχι φρούριο. Στην Ισπανία, τα κ. προσέκτησαν από νωρίς μια ιδιαίτερη χαρακτηριστική φυσιογνωμία, απόρροια της συγχώνευσης των τοπικών παραδόσεων με τη μουσουλμανική τέχνη και τα μεγάλα καλλιτεχνικά ρεύματα, όπως το ρομανικό και το γοτθικό. Τα πιο παλιά οχυρά ονομάζονταν αλκαζάρ. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι της Κόρντομπα, της Σεβίλης, του Τολέδο και της Σεγκόβια. Το κ. της Κόκα στην παλιά Καταλονία, γοτθικής μορφής στη σύλληψη αλλά μαυριτανικής τεχνοτροπίας, είναι ένα από τα πιο υποβλητικά ισπανικά μνημεία του 15ου αι. (με τροποποιήσεις και προσθήκες του 18ου αι.). Είναι χτισμένο από τούβλα, διαθέτει τέσσερις οκτάγωνους πύργους σε κάθε γωνία και υπερκείμενους πολύγωνους πυργίσκους. Άλλο ενδιαφέρον μνημείο είναι το κ. του Ρεάλ ντε Μανθανάρες στη Μαδρίτη, πρότυπο του λεγόμενου ύφους Ισαβέλλας, στο οποίο έχει πραγματοποιηθεί ένας αριστοτεχνικός συνδυασμός γοτθικού ρυθμού που άκμαζε τότε και μαυριτανικών μοτίβων και τεχνικής, που ήταν πιο εύκολο να αφομοιωθούν από τη δυτική τέχνη. Στην Αγγλία, τα κ. που διαφέρουν από τις κατασκευές ρομανικού τύπου εμφανίστηκαν μετά την εισβολή των Νορμανδών (περίπου στα μέσα του 11ου αι.) και συνέπεσαν με τη συγχώνευση του ρομανικού ύφους με το ύφος των προϋπαρχόντων αγγλοσαξονικών κατασκευών, σηματοδοτώντας μια τέχνη πρωταρχικά εθνική, τα πιο σημαντικά δείγματα της οποίας είναι το Κασλ Έικρ (Castle Acre), χτισμένο τον 11o αι. από τον Γουίλιαμ ντε Γουόρεν (παλιά έδρα πρεσβυτέριου του τάγματος του Κλινί, που ιδρύθηκε το 1048), το κ. του Ρότσεστερ και το σχεδόν ανέπαφο του Χέντινγκαμ (1130), με έντονα τα σημάδια της νορμανδικής επίδρασης. Αργότερα, τα αγγλικά κ. άρχισαν να απεκδύονται τον ρόλο του φρουρίου για να μεταβληθούν σε ηγεμονικές και βασιλικές διαμονές. Τέτοια, για παράδειγμα, είναι η περίπτωση του περίφημου κ. του Γουίντσορ, που κατασκευάστηκε διαδοχικά από τον Ερρίκο Γ’, τον Εδουάρδο Γ’ και τον Εδουάρδο Δ’ και διατηρεί ακόμα, σε μερικά μέρη του, ενδιαφέροντα δείγματα του τελευταίου αγγλικού γοτθικού ρυθμού, με το κολεγιακό παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου στη χαμηλότερη αυλή του οικοδομήματος. Από την εποχή του Ερρίκου Γ’ σώζονται μερικοί πύργοι από τους πολλούς που υπήρχαν πριν από τη ριζική μεταμόρφωση (1824) που υπέστη το κ. με την εργασία του σερ Τζέφρι Γουάιτβιλ, ο οποίος έδωσε στο σύνολο μια όψη πιο επιβλητική και ενιαία, σε βάρος όμως των παλιών μεσαιωνικών κατασκευών. Από την εποχή του Εδουάρδου Γ’ διατηρείται ο συμπαγής στρογγυλός πύργος και διπλή σειρά των στοών. Από τον 16o αι. και μετά, κατά τη βασιλεία του Ιακώβου Α’, μεγάλου προστάτη των τεχνών, τα κ. αποτέλεσαν πραγματικές πόλεις, ωστόσο, δύο αιώνες αργότερα, το Castle Hovard –που χτίστηκε στην κομητεία του Γιορκ από τον Τζον Βάνμπρε με κλασική τεχνοτροπία– δεν διέθετε τη λαμπρότητα των κατασκευών του βασιλιά Ιακώβου, καθώς η όψη και οι απαιτήσεις του φέρουν τα χαρακτηριστικά μιας κοινής ιδιωτικής κατοικίας. Και στη Γερμανία τα κ. ως αρχοντικές ή πριγκιπικές διαμονές εμφανίστηκαν στην οθωνική περίοδο (αρχαϊκή ρομανική), όταν άρχισε να γίνεται αισθητή η καθοριστική επίδραση του γαλλικού πνεύματος και κυρίως του πνεύματος του Κλινί. Ωστόσο, η αστική αρχιτεκτονική παρουσίασε μεγαλύτερη ανάπτυξη στη μεταβατική περίοδο, όταν ήταν ακόμα έκδηλα τα ρομανικά σχήματα και ήδη προαναγγέλλονταν –ιδίως με την έλευση των Χοενστάουφεν– τα γοτθικά. Το κ. του Γκοσλάρ ανάγεται στη σαλική περίοδο και το κ. του Γκελνχάουζεν στην περίοδο των Χοενστάουφεν. Από την Αναγέννηση, τα πιο σημαντικά δείγματα που προσφέρονται είναι τα κ. του Χάρτενφελς, του Έγκνιτς, του Γκίστροφ, και από την πτέρυγα τη λεγόμενη του Όθωνα Ερρίκου, τα κ. της Χαϊδελβέργης, όπου στο σύνολο ενός παλιού μεσαιωνικού φρουρίου (από το οποίο σώζονται τα ερείπια μερικών προσόψεων και των πύργων) συμβιώνουν διάφοροι ρυθμοί. Το κ. του Ασάφενμπουργκ (σε σχέδιο του Γκέοργκ Ράιντινγκερ) και του Βίρτσμπουργκ ανήκουν στην τελευταία περίοδο της Αναγέννησης. Αντίθετα το περίφημο Μπελβεντέρε στη Βιέννη του Λούκας φον Χίλντεμπραντ είναι δομημένο σε ρυθμό μπαρόκ, όπως και πολλά κ. στις σλαβικές χώρες· αξιόλογο κ. είναι αυτό που βρίσκεται στη Βαρσοβία, το οποίο χτίστηκε το 1621, την εποχή του Σιγισμούνδου Γ’, από τον Αντρέα Χέγκνερ Αμπράμοβιτς, πάνω στα ερείπια ενός παλαιότερου του 13oυ αι. το οποίο ανήκε στους ηγεμόνες της Μασοβίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα κ. του 18ου αι., που χτίστηκαν από τον Μεγάλο Φρειδερίκο (ο οποίος καλούσε τους δικούς του αρχιτέκτονες να μελετήσουν τα έργα των Ιταλών δασκάλων), όπως το Σανσουσί (1744-47), του Πότσνταμ (1745-51) και της Καρλσρούης, που περατώθηκε το 1776. Τελευταίο, χρονικά, είναι το μεγάλο κ. του Νοϊσβανστάιν, που οικοδομήθηκε σε ρομαντικό στιλ (1869) από τον Λουδοβίκο Β’ της Βαυαρίας, σύμφωνα με σχέδια αυστηρά μεσαιωνικά: πρόκειται για μια αναχρονιστική επιβλητική κατασκευή, που προέρχεται ίσως από τη μόδα της κατασκευής μικρών πύργων διάσπαρτων στην ύπαιθρο, που διατηρήθηκε έως τα πρώτα χρόνια του 20ού αι. Στην Ελλάδα, οι ιστορικές συνθήκες δεν επέτρεψαν την ομαλή εξέλιξη του βυζαντινού στρατιωτικού κ. που άλλωστε ξεπερνούσε κατά πολύ τα σημερινά όρια της χώρας· οι αλλεπάλληλες κατακτήσεις από τους Φράγκους, τους Βενετούς και τους Τούρκους επέβαλλαν την κατασκευή ενός πλήθους κ. τόσο για την υποδούλωση της χώρας όσο και για την αντιμετώπιση των επόμενων κατακτητών. Τα κ. αυτά άλλαξαν πολλές φορές ηγεμόνες και κάθε φορά δέχονταν ανοικοδομήσεις, προσθήκες και μετασκευές. Έτσι, σχεδόν σε όλα τα ελληνικά κ. ο επισκέπτης μπορεί να διαπιστώσει πολλές επάλληλες κατασκευές, διαφορετικών εποχών, που ενίοτε εκτείνονται από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους. Στην Άρτα, στην Άμφισσα κ.α., πάνω στα αρχαία ελληνικά τείχη έχουν χτιστεί βυζαντινά κ. και πάνω σε αυτά φράγκικα και τουρκικά. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αν και όχι πάντα για τους ίδιους λόγους. Ιδιαίτερα σημαντικό και ενδιαφέρον είδος στρατιωτικού κ. που υπάρχει στην Ελλάδα είναι το ενετικό, χτισμένο στις παράλιες κτήσεις της Βενετίας στη Στερεά και στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Ιονίου και στην Κρήτη. Είναι χτισμένα μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας, οπότε ακολουθούν νεότερους κανόνες στην οργάνωση και στην κατασκευή τους· επιπλέον πρόκειται για έργα μεγάλης κλίμακας και περιβάλλουν τις πόλεις που προστατεύουν· βέβαια υπάρχουν και κ. με αποστολή να επιτηρούν ή να προστατεύουν μια θέση, όπως τα κ. της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκα. Τα τείχη είναι σχετικά χαμηλά, αλλά διαθέτουν ιδιαίτερα μεγάλο πάχος· πολλές φορές αποτελούνται από δύο ισχυρές λιθόδμητες παρειές, το μεταξύ κενό των οποίων γεμίζεται με χώμα, και το σύνολο αποτελεί το τείχος του κ.: η εξωτερική παρειά του έχει συνήθως έντονη κλίση προς τα έξω, για να προσδίδει μεγαλύτερη ευστάθεια στο τείχος και να απομακρύνει εκείνους που εφορμούν. Τις τοξοθυρίδες του τείχους αντικαθιστούν οι στενότερες, με τραπεζοειδή κάτοψη, τυφεκιοθυρίδες, ενώ στους πύργους τοποθετούνται πυροβόλα. Το τείχος είναι ενισχυμένο από πύργους που προεξέχουν, ενώ τα σχήματά τους είναι μεικτόγραμμα, δηλαδή αποτελούνται από καμπύλες και ευθείες. Τέλος, ευρύτατη τάφρος περιβάλλει το κ. καθώς και σειρά εξωτερικών αμυντικών έργων. Σχεδόν σε κάθε ελληνική πόλη υπάρχει ένα κ. Ωστόσο αξιόλογα είναι τα κ. του Ηρακλείου, του Ρεθύμνου και των Χανίων στην Κρήτη, της Κέρκυρας, της Κεφαλονιάς, της Ζακύνθου και της Λευκάδας στα Επτάνησα, τα κ. της Λαμίας, του Πλαταμώνα, της Καβάλας, των Ιωαννίνων, της Πάργας, της Πρέβεζας, της Κoρώνης, της Λάρισας, του Άργους, του Ρίου και του Αντίρριου στην ηπειρωτική χώρα, τα κ. της Ρόδου και της Κω στα Δωδεκάνησα, της Μυτιλήνης, τα κ. της Εύβοιας (Κάρυστος, Αλιβέρι, Φύλλα κλπ.) και τα κ. του Ναυπλίου (το περίφημο Παλαμήδι, η Ακροναυπλία και το Μπούρτζι), που χωρίς να ανήκουν όλα στον ίδιο τύπο ή στην ίδια εποχή, δίνουν πάντως μια ιδέα του πλούτου του είδους αυτού των μνημείων που σώζονται στον ελλαδικό χώρο. Σήμερα τα κ. έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης τόσο από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς όσο και από τους αρχιτέκτονες, λόγω της κατασκευής τους αλλά και των συμπερασμάτων που εξάγονται γύρω από την τεχνική και την πολεμική τέχνη της εποχής τους. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ιδρύθηκε διεθνής οργανισμός, ο ΙBΙ, υπό την αιγίδα της ΟΥΝΕΣΚΟ, που ασχολείται με την καταγραφή, τη μελέτη, την προστασία και την ανάδειξη των κ. ως μνημείων. Η Ελλάδα έγινε μέλος του οργανισμού από το 1970, με πρωτοβουλία του Τεχνικού Επιμελητηρίου της χώρας, το οποίο οργάνωσε το 1968 το Η’ διεθνές συνέδριο του ινστιτούτου στην Αθήνα και συγχρόνως ίδρυσε το Ελληνικό Ινστιτούτο Φρουρίων και Πύργων. Λαογραφία. Τα κ. έχουν συνδεθεί με σειρά θρύλων, λαϊκών τραγουδιών και διηγήσεων, που αναφέρονται στην ίδρυση ή στην κατάληψή τους ή ακόμα και στους αυθέντες τους. Τα αρχαία ελληνικά φρούρια έχουν εμπνεύσει στον λαό την ιδέα πως είναι χτισμένα από άτομα με υπερφυσικές ικανότητες και συχνά αναφέρονται ως κτήτορες των κ. οι Έλληνες ή οι Ελλήνισσες, όντα μυθικά, με υπερφυσική δύναμη. Η ισχύς εξάλλου των τειχών, τα αυστηρά τους σχήματα, η ιδέα πως είναι απαραβίαστα, έχουν χαρίσει σε πολλά κ. την ονομασία Σιδερόκαστρο, ενώ τα τοπωνύμια Κάστρο, Καστράκι, Παλιόκαστρο, Γυφτόκαστρο κλπ., που συχνότατα απαντούν σε όλη την Ελλάδα, μαρτυρούν τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ των κ. και του λαού. Σχετικά με την ίδρυση των κ. είναι αρκετά γνωστός ο θρύλος της δολοφονίας των μαστόρων ή των στρατιωτών που τα έχτισαν, μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής τους, για να μην προδώσουν το μυστικό του κ., δηλαδή την κρυφή πόρτα ή το δωμάτιο με τα φλουριά. Επίσης υπάρχει ο μύθος για τις 101 πόρτες που βρίσκονται στο εσωτερικό ενός κ., από τις οποίες οι 100 είναι φανερές αλλά η τελευταία αφανής· αυτή είναι η μυστική ή στοιχειωμένη πόρτα. Επιπλέον επιβιώνει ο θρύλος για την όμορφη βασιλοπούλα ή τη ρήγισσα που διαφεντεύει το κ., για παράδειγμα για το κάστρο της Ωριάς, της Κυράς, της Μονοβύζας –της Ελληνίδας δηλαδή Αμαζόνας– που αρνήθηκε κάθε υποταγή και προτίμησε τον θάνατο, ο θρύλος της Μαρίας Δοξαπατρή, της όμορφης και γενναίας κόρης του αυθέντη του Αράκλοβου, που σκοτώθηκε για να μην παραδοθεί στους Φράγκους, του Λέοντα Σγουρού που σπιρούνισε το φαρί του και γκρεμίστηκε από τα τείχη του Ακροκόρινθου για τον ίδιο λόγο, οι στρατιώτες του Χατζή Μιχάλη Ντολλιάνη οι οποίοι, σκοτωμένοι από τους Τούρκους, εξακολουθούν κάθε 17 Μαΐου (την αυγή) να παρελαύνουν έφιπποι και μαυροντυμένοι μπροστά στα τείχη του Φραγκοκάστελλου στα Σφακιά, ζουν ακόμα και ζωντανεύουν τα ελληνικά κ., δίνοντάς τους μια άλλη διάσταση και συντηρούν πολύτιμα κομμάτια της ελληνικής ζωής και ιστορίας. Το μεσαιωνικό κάστρο στον Μόλυβο της Λέσβου. Το κάστρο της Μεθώνης είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση που υπάρχουν στην Ελλάδα. Στη φωτογραφία, τμήμα των τειχών του προς την ξηρά. Η κεντρική πύλη του κάστρου Γούιντσορ στη Μεγάλη Βρετανία (φωτ. ΑΠΕ). Από τα λίγα κάστρα του 13ου αι. που έφτασαν έως την εποχή μας με την αρχική τους μορφή είναι και το Καστέλ ντελ Μόντε στην Ιταλία, λαμπρό δείγμα σουηβικού κάστρου. ΚΑΤΟΨΗ ΤΟΥ ΚΡΑΚ ΤΩΝ ΙΠΠΟΤΩΝ (ΣΥΡΙΑ) Μεταξύ 13ου και 14ου αι. το κάστρο φτάνει στην πιο εξελιγμένη μορφή του και στις μεγαλύτερες αμυντικές του δυνατότητες. Τυπικό δείγμα του αποτελεί το κάστρο του Φένις στην κοιλάδα της Αόστα (Ιταλία). Στην Ισπανία τα κάστρα έλαβαν μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Αυτό ηταν αποτέλεσμα της συγχώνευσης τοπικών καλλιτεχνικών παραδόσεων, μουσουλμανικής τέχνης και άλλων καλλιτεχνικών ρευμάτων, όπως το ρομανικό και το γοτθικό. Στη φωτογραφία το Αλκαζάρ της Σεγκόβια που χτίστηκε, σε οχυρή θέση, γύρω στο 1000. Πολεμίστρες για την ενίσχυση μεσαιωνικού κάστρου. Το Κρακ των Ιπποτών στη Συρία, ένα από τα σπουδαιότερα κάστρα των Σταυροφόρων. Στο κέντρο των μεσαιωνικών κάστρων υψωνόταν ο κύριος πύργος. Τμήμα διάταξης του τείχους στο κάστρο του Φένις, στην Αόστα της Ιταλίας. Ένα από τα παλαιότερα δείγματα νορμανδικών κάστρων στην Ευρώπη είναι το κάστρο Αράντελ, που βρίσκεται στη Μεγάλη Βρετανία και διατηρεί επιβλητικά κατάλοιπα του 11ου αι. Ένα από τα παλαιότερα δείγματα νορμανδικών κάστρων στην Ευρώπη, το ερειπωμένο σήμερα Σατό-Γκαγιάρ, στη Νορμανδία, χτισμένο από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Στη Ρόδο, τα επιβλητικά φραγκικά τείχη της πόλης, με τις καλά προστατευμένες από ισχυρούς πύργους εισόδους, δίνουν μία σχεδόν πλήρη εικόνα των μεσαιωνικών φρουριακών κατασκευών. Ο Ακροκόρινθος, επιβλητικό υπόδειγμα κάστρου της βυζαντινής εποχής, με τους χαρακτηριστικούς τετράγωνους πύργους που ενισχύουν κατά διαστήματα το τείχος. Κάστρο στον νομό Ιλ-Ε-Βιλέν της Γαλλίας.
* * *
το (Μ κάστρον, τὸ και κάστρος, ὁ)
1. φρούριο, πύργος, οχυρό, οχυρωματικό έργο
2. τείχος που περιβάλλει πόλη
3. περιτειχισμένη, οχυρωμένη πόλη
νεοελλ.
(μτφ. ως επίθ.) σταθερός, ακλόνητος
μσν.
1. τοίχος από πέτρες ή πλίνθους που περιέβαλλε το σπίτι και την αυλή του
2. μτφ. ψυχή επιφυλακτική, ερμητικά κλειστή («πότε νὰ ἐπεριεπάτησες τὸ κάστρον τῆς ψυχῆς μου;», Λίβ. και Ροδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castrum «φρούριο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάστρο — το (λ. λατ.), φρούριο: Μήνες πολιορκούσαν το κάστρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάστρο, Φιντέλ — (Fidel Castro, 1927 –). Κουβανός πολιτικός, πρόεδρος της Κούβας (1959 ). Γιος πλούσιου γαιοκτήμονα, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αβάνας, όπου πήρε μέρος στο πολιτικό κίνημα των φοιτητών. Στη συνέχεια άσκησε για σύντομο χρονικό διάστημα το …   Dictionary of Greek

  • Καράμπαμπα, κάστρο του- — Κάστρο στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, ο οποίος βρίσκεται στο βοιωτικό τμήμα της Χαλκίδας και ταυτίζεται με τον Κάνηθο των αρχαίων. Στη νότια πλαγιά του λόφου βρίσκεται τουρκική κρήνη, γνωστή με την ονομασία η βρύση του Καράμπαμπα. Το κάστρο… …   Dictionary of Greek

  • Κάστρο, Αμέρικο — (Américo Castro, Ρίο ντε Τζανέιρο 1885 – Λιορέτ 1972). Ισπανός φιλόλογος και κριτικός. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας της ισπανικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Από το 1937 έζησε εξόριστος στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Κάστρο, Χουάν Χοσέ — (Juan José Castro, Αβελιανέντα, Μπουένος Άιρες 1895 – 1968). Αργεντινός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε στην πατρίδα του και αργότερα πήγε στο Παρίσι όπου έμεινε δέκα χρόνια, συμπληρώνοντας τις μουσικές του γνώσεις με δάσκαλο τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινές ντε Κάστρο — (Ines de Castro, 1320 – 1355). Ισπανίδα ηρωίδα. Παντρεύτηκε μυστικά τον ερωμένο της, ινφάντη της Πορτογαλίας, Πέδρο, μετά τον θάνατο της συζύγου του, Κωνστάντσας. Μετά τον γάμο της εγκαταστάθηκε μαζί με τα τρία παιδιά της στο μοναστήρι της Σάντα… …   Dictionary of Greek

  • Οχιάς, κάστρο — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστό μεσαιωνικό φρούριο της Ηλείας, στον δρόμο που ενώνει τα χωριά Κακοτάρι και Βερβενή. Γύρω από το φρούριο υπάρχουν ερειπωμένα σπίτια και σημαντικά λείψανα μεσαιωνικού οικισμού …   Dictionary of Greek

  • Παλομίνο ντε Κάστρο — (Palomino de Castro, 1653 – 1726). Ισπανός ζωγράφος και τεχνοκρίτης. Διακόσμησε με επιτυχία την Αίθουσα των Ελαφιών στο Πράντο. Το 1693 διακόσμησε το νοσοκομείο της Καλής Επιτυχίας με τοιχογραφίες, τα θέματα των οποίων άντλησε κυρίως από τον βίο… …   Dictionary of Greek

  • Φερέιρα ντε Κάστρο, Χοσέ Μαρία — (Ferreira de Castro, Ολιβέιρα ντε Αζεμέις 1898 – 1974). Πορτογάλος συγγραφέας. Ήταν ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της χώρας του του 20ού αι. Είχε γράψει πολλά μυθιστορήματα σε νεονατουραλιστικό ύφος. Από αυτά τα σπουδαιότερα είναι:… …   Dictionary of Greek

  • Ωριάς, κάστρο της― — Με το όνομα αυτό αναφέρονται πολλά μεσαιωνικά ή μεταγενέστερα φρούρια (κάστρα), σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Τα σημαντικότερα βρίσκονται στην Κυνουρία, στη Μάνη, στην Αρκαδία, στην Κεφαλονιά, στους αρχαίους Πρόνους, στα Tέμπη της Θεσσαλίας, στα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”